ριζοφορίδες

ριζοφορίδες
οι, Ν
βοτ.
οικογένεια δικότυλων τής τάξης μυρτώδη με 16 περίπου είδη και 120 τού Παλαιού Κόσμου, τής Αυστραλίας, τής Πολυνησίας και τής Φλόριντα τών ΗΠΑ..
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhizophoraceae < rhizophora (βλ. ριζοφόρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ριζοφόρος — α, ο / ῥιζοφόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν αυτός που φέρει ρίζες, που έχει ρίζες νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ριζοφόρα ή η ριζοφόρος γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τών τροπικών περιοχών τής οικογένειας ριζοφορίδες, τής τάξης μυρτώδη,… …   Dictionary of Greek

  • μαγκρόβια δάση — Δενδρώδεις διαπλάσεις των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, οι οποίες αποτελούνται κυρίως από φυτά που ανήκουν στις οικογένειες ριζοφορίδες, σονερατιίδες, βερβερίδες (δικοτυλήδονα) και φοινικίδες (μονοκοτυλήδονα). Τα φυτά αυτά σχηματίζουν πυκνά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”